προσωποκράτηση

προσωποκράτηση
η
προσωπική κράτηση, φυλάκιση: Διατάχτηκε η προσωποκράτησή του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσωποκράτηση — η, Ν η προσωρινή στέρηση τής προσωπικής ελευθερίας ενός ατόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσωποκρατώ. Η λ., στον λόγιο τ. προσωποκράτησις, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Debtors' prison — A mid Victorian depiction of the debtors prison at St Briavels Castle. A debtors prison is a prison for those who are unable to pay a debt. Prior to the mid 19th century debtors prisons were a common way to deal with unpaid debt.[1] …   Wikipedia

  • κράτηση — (Νομ.). Μία από τις ποινές στέρησης της προσωπικής ελευθερίας, η διάρκεια της οποίας ορίζεται από τον ποινικό νόμο για τα πταίσματα και μπορεί να οριστεί από μία ημέρα έως έναν μήνα. Εκτελείται σε ιδιαίτερα τμήματα των φυλακών και, σε περίπτωση… …   Dictionary of Greek

  • προπεμπτήριο — το / προπεμπτήριος, ον ΝΜΑ νεοελλ. 1. βούλευμα, μετά από αίτηση προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, με το οποίο μπορεί να διαταχθεί η προσωρινή αποφυλάκιση προφυλακισμένου, με καταβολή εγγύησης 2. πράξη τού δικαστηρίου για προσωρινή απαλλαγή… …   Dictionary of Greek

  • προσωπικός — ή, ό / προσωπικός, ή, όν, ΝΜ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσωπο ανθρώπου ή ζώου («προσωπική αρτηρία») 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσωπο ως άτομο, ατομικός (α. «προσωπική πρόσκληση» β. «προσωπική ποιότης», Ευστ.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • προσωποκρατώ — έω, Ν ενεργώ προσωποκράτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπο + κρατώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στο περιοδικό Πανδώρα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”